Thursday, July 13, 2006



ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΑΣ ΚΤΙΡΙΟ;

Κάθε μέρα έχω κι άλλο "αγαπημένο κτίριο". 'Η σχεδόν. Ανάλογα με τα κέφια. Σήμερα που θέλω να μεγαλοπιαστώ, σκέφτηκα κάτι "μητροπολιτικό": το συγκρότημα κατοικιών "Δίφρος" στο ύψος της Αγίας Βαρβάρας στο Χαλάνδρι. Συνήθως είμαι πιο ρομαντικός.

Είναι ένα κτίριο που αγνοούσα για πολλά χρόνια. Δεν είχα πολλά - πολλά με την περιοχή, αν και μικρός διασχίζαμε συχνά την λεωφόρο Κηφισίας για να πάμε στον κλασικό "Pappas" στην Κηφισιά. Οταν το πρωτοείδα, κεραυνοβολήθηκα. Δεν περίμενα να υπάρχει τέτοιο κτίριο στην Αθήνα. Μου άρεσε το ύψος του (18 όροφοι), το εμφανές μπετόν στις όψεις, οι διασπασμένοι όγκοι και το γεγονός ότι δεν ήταν γραφεία αλλά συγκρότημα διαμερισμάτων. Και βέβαια φανταζόμουν τη θέα και με 'πιανε ίλιγγος (με την κάλή ένννοια). Κατασκευάστηκε το 1975 από το αρχιτεκτονικό γραφείο του Αλέξανδρου Τομπάζη.

Ποιό είναι το δικό σας αγαπημένο κτίριο;


Η φωτογραφία είναι του Gregory Maloucas.

Wednesday, July 12, 2006





ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΔΕΝ ΚΑΝΟΥΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ;

Σοβαρά προβλήματα που έχει ο κόσμος! Μήπως έφυγα από την αγκαλιά του Γούντι Αλεν για να πέσω σε αρχετυπικούς loosers νέας κοπής; Μήπως λέει κάτι αυτό για μένα; Κι όμως: εκ πρώτης όψεως, όλοι είναι όμορφοι, ακτινοβολούν αυτοπεποίθηση και δεν τα πάνε τόσο άσχημα στις ζωές τους. Τι συμβαίνει λοιπόν;

Ο Πολ Ραντ (1969, Νιου Τζέρσει, μεγαλωμένος στο Κάνσας) είναι ο λιγότερος δημοφιλής. Τον είχα ανακαλύψει το καλοκαίρι του 1998 στο «Μy object of my affection» (ο φριχτός ελληνικός τίτλος ήταν Αίσθημα μετ’ εμποδίων), μία πολύ συμπαθητική ταινία που δεν είχε πάει καλά στην Ελλάδα (και πιθανότατα, πουθενά αλλού) ίσως εξαιτίας και της θεματολογίας της: ο Ραντ έπαιζε έναν ευαίσθητο γκει δάσκαλο που πέφτει στον έρωτα της Τζένιφερ Ανιστον με την οποία συγκατοικεί. Πριν (ή λίγο μετά;) τον είχαμε δει στο Romeo and Juliet και ακολούθησε ένας δεύτερος ρόλος στο οσκαρικό The Cider House Rules (Θέα στον Ωκεανό), μία γλυκόπικρη, κάπως βαρετούτσικη ταινία, με τον Μάικλ Κειν. Πρώτος μεγάλος ρόλος στο Clueless. Οι φανατικοί των Friends θα τον ξέρουν από τον ρόλο του Μαικ Χάνιγκαν. Κατά βάση θεατρικός ηθοποιός, πάντως, έπαξε φέτος στο πλευρό της Τζούλια Ρόμπερτς στο Μπρόντγουει. Ετοιμάζει δυναμικό κινηματογραφικό comeback δίπλα στην Μισέλ Φάιφερ (I could never be your woman). Είναι πάντρεμένος κι έχει ένα αγοράκι, τον Τζακ, ενός έτους.

Ο Πίτερ Κρόουσα (1965, Μινεσότα) πιθανότατα σας είναι παντελώς άγνωστος. Εκτός κι αν παρακολουθούσατε το Γραφείο Κηδειών Φίσερ (Six Feet Under), την, κατά τη γνώμη μου, καλύτερη τηλεοπτική σειρά, παραγωγή της ΗΒΟ. Εκεί υποδυόταν τον Νέιτ Φίσερ, το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας που υποχρεώνεται να γυρίσει στο σπίτι που μεγάλωσε μετά τον θάνατο του πάτερ φαμίλια. Μεγαλώνοντας, ο Κράουσα ήταν ένας πολλά υποσχόμενος αθλητής δρόμων αλλά ένα ατύχημα έσβησε κάθε ιδέα πρωταθλητισμού. Στράφηκε στην υποκριτική και αρχικά πρωταγωνίστησε σ’ ένα τηλεοπτικό σόου του ΑΒC που όμως κόπηκε ύστερα από δύο σεζόν. Κινηματογραφικά δεν έχει κάνει πολλά πράγματα. Προσωπικά τον έχω δει μόνο σε μία ταινία, το We don’t live here anymore, όπως συμπρωταγωνιστούσε με τον Μαρκ Ρούφαλο. Trivia: ο Πίτερ Κράουσε έχει ύψος έξι πόδια (και μία ίντσα)!

Ο Μαρκ Ρούφαλο (1967, Ουισκόνσιν, μήπως η σωστή προφορά είναι Ράφαλο??? δεν έχω ιδέα ) είναι με διαφορά ο πιο επιτυχημένος από τους τρεις. Αρχικά ηθοποιός του θεάτρου, δεν είχε σπουδαία επιτυχία με αποτέλεσμα να τα βγάζει πέρας δουλεύοντας ως μπαρμαν. Πρώτη του κινηματογραφική επιτυχία το Υοu can count on me (Στηρίξου πάνω μου), μαζί με την Λόρα Λίνει. Η ταινία είναι υποψήφια στα Οσκαρ και ο Μαρκ κερδίζει βραβεία ερμηνείας σε σημαντικά φεστιβάλ (Μόντρεαλ, Λος Αντζελες) και χαρακτηρίζεται ως ο «νέος Μάρλον Μπάντο». Kαι πάνω στα καλύτερα, ύστερα από εξετάσεις, μαθαίνει ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο... Ευτυχώς, σε αρχικό στάδιο. Αντιμετωπίζει μία προσωρινή παράλυση στο μισό του πρόσωπο αλλά η εγχείρηση είναι απολύτως επιτυχημένη. Αποθεραπεύεται πλήρως και επανέρχεται στη δράση με ταινίες όπως η Ζωή χωρίς εμένα, η Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού και το Collateral. Eίναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά, τον πεντάχρονο Κιν και την μόλις ενός έτους Μπέλα.

Monday, July 10, 2006



ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ

Μία από τις πιο ντροπιαστικές εμμονές της «ύστερης εφηβείας» μου (sic) ήταν η αμετανόητη αφοσίωση στο ιταλικό τραγούδι. Οταν οι συνομήλικοι τα έδιναν όλα για τους U2 εγώ άκουγα (στα κρυφά) Αλ Μπάνο και Ρομίνα. Για όλα φταίει ο πατέρας μου που όταν ήμουν μικρός είχε αγοράσει μία κασέτα με ιταλικές επιτυχίες της δεκαετίας του ’60. Ηταν μία από τις στάνταρ κασέτες των διακοπών που άρεσε μόνο σ’εμένα και τους γονείς μου (πρωτότυπο). Τα αδέλφια μου ήταν σκεπτόμενοι ροκάδες. Γαλουχήθηκα λοιπόν με αξέχαστες ιταλικές επιτυχίες τύπου Il mondo και La Bambola.
Αργότερα αλληλογραφούσα μ’ έναν Ιταλό από το Τορίνο ο οποίος μου έστελνε κασέτες με όλο το φρέσκο πράμα, δηλαδή χιτ του φεστιβάλ του Σανρέμο (εγώ αντίστοιχα τον προμήθευα με επιτυχίες της Αλέξια, της Πωλίνας και του Πασχάλη). Η ιταλική υστερία συνέπεσε και με την έλευση της δορυφορικής τηλεόρασης που μας επέτρεπε να βλέπουμε Rai Uno και Rai Due. Η κατάσταση επιδεινώθηκε. Κάθε Κυριακή απόγευμα παρακολουθούσα το Domenica In, τον προάγγελo των κυριακάτικων σόου της Ρούλας Κορομηλά. Ακολούθησε η εξάμηνη θητεία μου σε ιταλικό πανεπιστήμιο (Εράσμους) για να δέσει το γλυκό. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχω χάσει κάπως την επαφή μου αλλά η χθεσινή κατάκτηση του Πασκοσμίου Κυπέλου είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να σας τα πρήξω με τα δέκα αγαπημένα μου ιταλικά τραγούδια. Εχουμε και λέμε, λοιπόν:

1. Io che amo solo te. TO τραγούδι από την αρχαία κασέτα του μπαμπά. Mεγάλη επιτυχία του Σέρτζιο Εντρίγκο. Αρχιζε έτσι: «Υπάρχουν άνθρωποι που είχαν τα πάντα, όλο το καλό, όλο το κακό του κόσμου. Εγώ είχα μόνο εσένα, και δεν θα σε χάσω, δεν θα σε αφήσω για να γυρέψω νέες περιπέτειες / Υπάρχουν άνθωποι που αγαπάνε χίλια πράγματα και που χάνονται στους δρόμους του κόσμου. Εγώ που αγαπάω μόνο εσένα, δεν θα σταματήσω και θα σου χαρίσω ό,τι απομένει από τα νιάτα μου». Τελικά το έγραψα σχεδόν όλο...
2. Senza fine. Του Γκρανανιέλο Βανόνι. Από τις τελευταίες ανακαλύψεις, αν και παλιό. Ακουγόταν σε μία πολύ όμορφη σκηνή της ταινίας «Η ζωή χωρίς εμένα» της Ιζαμπέλ Κοιξέ με την Σάρα Πόλει και τον Μαρκ Ρούφαλο. Τέλειο!
3. Storie di tutti giorni. Του Ρικάρντο Φόλι. Καθαρά συναισθηματική επιλογή. Ηταν το αγαπημένο μου από την πρώτη κασέτα που μου είχε στείλει ο Μάρκο, ο pen pal.
4. Che cosa c’e. Του Τζίνο Πάολι. Το πρωτοάκουσα στο Ντομένικα Ιν. Το έχει ερμηνεύσει και η Ορνέλα Βανόνι. «Τι να υπάρχει; Υπάρχει μόνο ότι είμαι ερωτευμένος με σένα, ότι δεν με νοιάζει τίποτα από τον υπόλοιπο κόσμο, τον υπόλοιπο κόσμο που δεν είσαι εσύ».
5. Caro amico ti scrivo. Του Λούτσιο Ντάλα. Tο ξέρουμε από από τον Διονύση Σαββόπουλο.
6. Questo piccolo grande amore. Tου Κλαούντιο Μπαλιόνι. Κλασικό μελιστάλαχτο ιταλικό love song, από τα καλύτερα του είδους.
7. Αlmeno tu nel’ universo. Με τη Μια Μαρτίνι. Πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα του ιταλικού τραγουδιού που έφυγε από τη ζωή με μυστηριώδη τρόπο τον Μάιο του 1995. Δύσκολη ζωή, τεράστια ευαισθησία, σπουδαία γυναίκα. Αδελφή της Λορεάνα Μπερτέ, πρώην συζύγου του Σουηδού τενίστα Μπιον Μπγιόρκ. Είχε εκπροσωπήσει την Ιταλία στην Γιουροβίζιον με το Gli uomini non cambiano, αν θυμάμαι καλά.
8. Ε penso a te. Από τις πρώτες επιτυχίες της Μίνα. Στα αγγλικά το ακούσαμε από την Τανίτα Τικαράμ.
9. Αdesso tu. Του Ερος Ραματσότι. Αυτοβιογραφικό (;) τραγούδι του Ραματσότι, πριν γίνει αυτός που έγινε. Το παιδί που αφήνει πίσω του τις φτωχογειτονιές των προαστίων για να γίνει κάποιος.
10. Vattene amore. Toυ Αμεντέο Μινγκι. Με τον ίδιο και την Μιέτα. Τρίτο στο Σανρέμο του 1990. Δεν ακούστηκε καθόλου στην Ελλάδα.

Friday, July 07, 2006

OKTΩ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΔΕΚΑΕΤΙΑ (80)

Ευη Δεμίρη: Παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της ΕΡΤ, συντάκτης εξωτερικού δελτίου. Νομίζω δεν έχει περάσει από την κρατική τηλεόραση πιο σοβαρή (με την καλή και την κακή έννοια) δημοσιογράφος. Συνήθως αγέλαστη και αυστηρή, η κ.Δεμίρη διέθετε authority, είχε γνώσεις στο αντικείμενο της και δεν αστειευόταν, εννοείται. Παντρεμένη με Παλαιστίνιο (αν θυμάμαι καλά) εξαφανίστηκε εν μία νυκτί. Επανήλθε κάποια στιγμή πριν από λίγα χρόνια για να εξαφανιστεί με τον ίδιο θεαματικό τρόπο.

Σπύρος Χατζάρας: Ο Σπύρος στην αρχή έφερε έναν νέο αέρα στο κουρασμένο δελτίο της ΕΡΤ. Ηταν νεότερος από το συνηθισμένο (Τέρενς Κουίκ, κλπ), γελαδερός και τσαχπίνης (κάποιες θείες μου τον έβρισκαν και όμορφο, το παραθέτω μόνο, χωρίς κανένα σχόλιο). Βέβαια ο Σπύρος ήταν και πολύ ΠΑΣΟΚ. Στην αρχή κάπως το κουκούλωσε αλλά την τελευταία διετία του Ανδρέα (Χέρφιλντ, Κοσκωτάς, κλπ) ξέφυγε σε άλλες σφαίρες. Και η Μαρία Ανουσάκη να ήσουν, έβγαινες από τα ρούχα σου, τόση προπαγάνδα ο Σπύρος. Τι να απέγινε αυτό το παιδί;

Δήμητρα Γκουντούνα: Το πόσο πίσω πήγαμε σαν χώρα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την δεκαετία του ΄80 αντικατοπτρίζεται στην διακριτική εξαφάνιση της Δήμητρας Γκουντούνα. Ακούγεται ειρωνικό αλλά δεν είναι. Στις ειδήσεις των 9 προβλεπόταν ένα πεντάλεπτο πολιτιστικής ενημέρωσης λίγο πριν τα αθλητικά και τον καιρό, πάντα από την ισόβια κ.Γκουντούνα. Η κ.Γκουντούνα υπήρξε θεσμός της ελληνικής τηλεόρασης. Εξέφρασε την πολιτιστική επανάσταση που έφερε το ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ΄80. Εκφωνούσε τα των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων και της Επιδαύρου μ’ ένα ντροπαλό κόμπιασμα στη φωνή, έχοντας προφανώς πλήρη επίγνωση της απήχησης που είχαν οι ειδήσεις της.

Κώστας Χούντας: Ανκορμαν του κεντρικού δελτίου ειδήσεων της ΕΡΤ. Το αντίθετο του Φασούλα (σε ύψος) αλλά ανθρώπινος και ζεστός. Δεν έχω να πω κάτι κακό για τον κ.Χούντα. Ηταν τζέντλεμαν. Θυμάμαι το τελευταίο του δελτίο. Είχα συγκινηθεί. Αλήθεια.

Γιάννης Αργυρίου: Αν δεν σαν ενδιέφεραν τα αθλητικά, μάλλον δεν τον θυμάστε. Στην ΕΡΤ 2. Επικεφαλής μίας αξέχαστης ομάδας αθλητικών συντακτών (Στράτος Σεφτελής, Αλέκος Θεοφιλόπουλος, Μπάμπης Κουβαράκης, κλπ.), λίγο ζεν πρεμιέ, με χαρακτηριστικό κούτελο και μουστάκι, ο κ.Αργυρίου είχε πάθος με το αγγλικό ποδόσφαιρο και ήταν το αντίπαλον δέος στον Γιάννη Διακογιάννη και στον Βαγγέλη Φουντουκίδη.

Γιώργος Γκούτης. Ισον «Μουσικόραμα». Η πρώτη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης με βίντεο κλιπ μεταδιδόταν κάθε Παρασκευή το απόγευμα και είχε διάρκεια μόνο 30 λεπτά. Ο Γκούτης είχε στυλ και άποψη. Ηταν cool. Ακούστηκαν πολλά μετά την «απόσυρσή» του, με πιο δημοφιλές σενάριο ότι έγινε αγρότης και καλλιεργεί βιολογικά προϊόντα.

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος. Η χαρακτηριστική του φωνή, ο τρόπος που χρωματίζει τις λέξεις, τον καθιστούν μία διαχρονικά cult φιγούρα της τηλεοπτικής μας ιστορίας. Παρουσιάζει ακόμα και σήμερα την «Κινηματογραφική Λέσχη», μία από τις μακροβιότερες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης. Ο ίδιος και η εκπομπή συνώνυμα της «βαριάς κουλτούρας». Αρχικά τα κείμενα της εκπομπής έγραφε ο Μισέλ Δημόπουλος, πρώην διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Στην πρώτη «Κινηματογραφική Λέχη» είχαν προβληθεί οι «Αγριες φράουλες» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, όπως έμαθα σ’ ένα πολύ καλό αφιέρωμα του «Βήματος».

Δανάη Στρατηγάκη. Δεν θυμάμαι ακόμα και σήμερα τις αντιδράσεις μου παρακολουθώντας την Δανάη Στρατηγάκη με την τόσο απίστευτη πλεχτή της κοτσίδα να ενημερώνει κάθε εβδομάδα το τηλεοπτικό κοινό της χώρας για τα θεατρικά δρώμενα. Τρόμαζα, κρυβόμουν, γέλαγα ή απλά έμενα με το στόμα ανοιχτό; Από τις πρώτες μου τηλεοπτικές αναμνήσεις.

Thursday, July 06, 2006



ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΧΩ ΜΟΝΟ ΕΣΕΝΑ

«Eίμαι ταυτισμένος πολύ με την Αθήνα και γι’ αυτό ήθελα να δείξω μία κρυφή, αθέατη όψη της. Είμαι τελείως αντίθετος σ’ όλη αυτήν την γκρίνια που εκτοξεύουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ενάντια στην Αθήνα. Νέφος, κυκλοφοριακό, χιλιάδες προβλήματα. Κι όμως αισθανόμαστε κάτι, δεν μπορούμε ούτε καν να την αποχωριστούμε. Ο Τσαρούχης έλεγε ότι και οι πολυκατοικίες από τη στιγμή που άνθρωποι εχουν πεθάνει μέσα ή έχουν κανει έρωτα, είναι ιεροί χώροι Το Παρίσι, ας πούμε, είναι βιτρίνα. Η πόλη μας δεν είναι σκηνικό, είναι αληθινή».

Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993), κριτικός, συγγραφέας και σκηνοθέτης, από συνέντευξή του στο περιοδικό «Γυναίκα», Οκτώβριος ’91.

photo by byleo

Tuesday, July 04, 2006

ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ / ΠΡΑΞΕΙΣ / ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

· Να ήμουν δάσκαλος σε κάποιο απομονωμένο νησί/χωριό. Δεν ξέρω πότε μου κόλλησε αυτό. Ισως είχα επηρεαστεί από κάτι διακοπές στη Σέριφο. Εκεί συναντούσαμε κάθε μέρα τον δάσκαλο, έναν πολύ νέο άνθρωπο, καμία σχέση με τους δικούς μου δασκάλους. Μου είχε κάνει εντύπωση η σημαντικότητά (υπάρχει τέτοια λέξη;) του για την μικρή κοινότητα των ανθρώπων εκεί. Πάντα ήθελα να κάνω κάτι που θα έχει άμεση (θετική) επίδραση σε κάποιους άλλους. Ζήλευα τη σχέση του με τον κόσμο. Χρήσιμη πληροφορία: δεν είμαι δάσκαλος.
· Να ήμουν, λέει, εγγονός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η σκέψη μου δημιουργεί ευφορία! Χρήσιμες πληροφορίες: μεγάλωσα σ’ένα σπίτι που μισούσε την οικογένεια του επίτιμου. Το 1985, σε ηλικία 13 ετών, ούρλιαζα σε προεκλογική συγκέντρωση στο Σύνταγμα κατά του «αποστάτη». Είχα συγκλονιστεί από παλιότερο post/μήνυμα του cobden που έγραφε περίπου το ίδιο («ο παππούς που θα ήθελα να έχω»).
· Ακατανόητη τρυφερότητα προς όλους τους ηλικιωμένους ανθρώπους (εξαιρείται η Ελένη Μπίστικα της Καθημερινής, ίσως). Και όσο πιο ταπεινοί και λαϊκοί, τόσο το καλύτερο. Ιδίως μετά από ζόρια. Θέλω να τους πιάνω κουβέντα, να τους ρωτάω τι κάνουν, να μιλάμε γενικά. Το κάνω σπάνια, εννοείται.
· Μικρότερος ήθελα να παντρευτώ γυναίκα πολιτικό. Κατά προτίμηση την πρώτη γυναίκα γενική γραμματέα που θα διαδεχόταν τον Αντρέα. Θα ήταν εκσυγχρονίστρια (δεν τον ήξερα τον Σημίτη τότε), θα πήγαινε από εκλογικό θρίαμβο σε εκλογικό θρίαμβο κι εγώ θα στεκόμουν περήφανος δίπλα της στο μπαλκόνι μας, στη Φιλοθέη ενώ οι οπαδοί θα παραληρούσαν από κάτω. Εως τα 14 αυτά.
· Να αγόραζε τον Πανιώνιο το Κοινοφελές Ιδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Λόγω μικρασιατικών καταβολών του αείμνηστου. Να μας έφτιαχνε ένα γήπεδο – στολίδι, να κάναμε τις πιο κουφές μεταγραφές όλων των εποχών και να είχαμε 20.000 κόσμο κάθε Κυριακή. Η πλάκα είναι ότι είμαι λίγο θυμωμένος με το Ιδρυμα γιατί δεν έχει κάνει ακόμα το χρέος του.

Monday, July 03, 2006



E LA NAVE VA


Εγινε κι αυτό. Εχασα το πλοίο. Εζησα τη σκηνή που είχα δει μόνο στο σινεμά. Να φτάνεις στο λιμάνι σαν τον τρελλό και να βλέπεις το πλοίο να έχει ήδη ξεδέσει και να σε αφήνει πίσω. Υπάρχει κάτι δραματικό στην αφήγηση (ενώ όλοι ξέρουμε ότι όλα αυτά είναι χαριτωμένες περιπετειούλες) αλλά είναι μ' έναν τρόπο δραματικό. Μάλλον επειδή δεν ήμουν μόνος και πήρα στο λαιμό μου και δεύτερο άνθρωπο. Με περίμενε από τις 6.20 (το ραντεβού μας ήταν στις 6.40) κι εγώ έφτασα ακριβώς την ώρα της αναχώρησης: 7.05. Και τα εισιτήρια τα είχα εγώ... Μετά έγιναν όλα όπως έπρεπε να γίνουν: η φίλη, εντελώς φρικαρισμένη από το γεγονός ότι οι διακοπές της πήγαιναν περίπατο, μου τα ψαλε κανονικά. Χωρίς οίκτο. Κι ό,τι κι αν έλεγε είχε δίκιο. Της είχε φύγει εντελώς το κέφι για να συζητήσει το ενδεχόμενο να φύγουμε άλλη μέρα και ώρα.

Και για μία στιγμή ένιωσα να με ρουφάει η μαύρη τρύπα της απελπισίας και της αυτολύπησης. «Ωραία αρχίζει η άδεια μου», «Διακοπές στην Αθήνα», «Είσαι άξιος της μοίρας σου», «Συγχαρητήρια! Μόλις κατέστρεψες τις διακοπές της φίλης σου», «Τι θα πουν οι φίλοι και οι γνωστοί», κλπ. Σκέφτηκα να πάρω το πρώτο πλοίο για οπουδήποτε αλλά το ξεροβόρι και τα βαριά σύννεφα με απέτρεψαν. Γδαρμένος και μόνος στο τάδε νησί με πουλοβεράκι στην γραφική ταβέρνα του λιμανιού, έχει κάτι ποιητικό σαν εικόνα αλλά ήταν (είναι) το τελευταίο που ήθελα (θέλω).

Συνθηκολογώντας με την ήττα, φορτώθηκα το σακ βουαγιάζ και πήρα τον δρόμο για τον σταθμό του ηλεκτρικού και το σπίτι. Μετά ξανασκέφτηκα κάτι που μου είπε η φίλη μου. Την είχα ρωτήσει αν τους παρακάλεσε να περιμένουν μισό λεπτό. Ηταν, κυριολεκτικά, θέμα ενός κωλολεπτού (sorry). Μου είπε πως ναι, αλλά δεν μπορούμε να τα βάλουμε μαζί τους επειδή έφευγαν στην ώρα τους. Ναι, είχε δίκιο. Αλλά πάλι όχι τόσο.

Εγώ που βρίζω για το τίποτα την Ελλάδα, έλεγα πάντα ότι έχουμε ένα (μεγάλο) καλό: πως όταν κρίνεται κάτι πραγματικά (ή όχι τόσο) σημαντικό, οι τύποι καταργούνται κι ο άλλος κάνει τα στραβά τα μάτια για να σε εξυπηρετήσει. Πράγμα που δεν συμβαίνει κατά κανόνα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το λεωφορείο θα φύγει με πέντε λεπτά καθυστέρηση γιατί «σας λέω, μισό λεπτό κύριε οδηγέ, έρχεται, αχ, σας ευχαριστώ πολύ κύριε!», το γκισέ της τράπεζας θα κλείσει αργότερα με τα παρακάλια κάποιου ή κάποιας, ακόμα και το πλοίο θα περιμένει, όπως με διαβεβαίωνε και ο ταξιτζής το πρωί. Σήμερα, παρά τις ικεσίες της φίλης μου, το πλοίο έφυγε ακριβώς. Πλάκα – πλάκα, γίναμε Ευρώπη.



O φοβιστικός κύριος Χρήστος Τσαγανέας

Χθες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τον θάνατο του ηθοποιού Χρήστου Τσαγανέα. Είχε φύγει από τη ζωή στις 2 Ιουλίου του 1976. Και ήταν ήδη νεκρός όταν είχα δει για πρώτη φορά την ταινία του Αλέκου Σακελλάριο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Ευτυχώς δεν την γνώριζα αυτήν την λεπτομέρεια τότε, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ χρόνων. Σάββατο βράδυ, λοιπόν, κι εγώ με τον αδελφό μου καρφωμένοι μπροστά από την τηλεόραση περιμένοντας να δούμε άλλη μία αγαπημένη κωμωδία του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου. Οι γονείς έτοιμοι για έξω, «όλα εντάξει, παιδιά;», «ναι, άντε πηγαίνετε!». Και αρχίζει η ταινία με τον φιλήσυχο Θόδωρο (Βασίλης Λογοθετίδης) λίγο μετά το τέλος της Κατοχής να τον παίρνει ο ύπνος και να βλέπει όνειρο πως, ναι, «οι Γερμανοί ξανάρχονται». Ενθουσιαζόμαστε με τον αδελφό μου, δεν θυμάμαι γιατί. Μας αρέσει πολύ, πάντως. Μέχρι που έρχεται αυτή η σκηνή. Είναι βράδυ, σ’ ένα ψυχιατρείο (δεν θυμάμαι το πως και το γιατί) κι ένας τρόφιμος με σούπερ τρομακτική γενειάδα και κουστούμι (ο Χρήστος Τσαγανέας) κόβει βόλτες νυχτιάτικα, στέκεται στην κορυφή μίας σκάλας και αρχίζει να απαγγέλει το κλασικό: «Ανθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός...». Εδώ θα έπρεπε να σκάσω στα γέλια αλλά στην πραγματικότητα είχα γίνει άσπρος από τον φόβο μου. Κι ο αδελφός μου τα ίδια. Καλύτερα να είχαμε δει βρυκόλακες να μπαίνουν από το μπαλκόνι.. Δεν νομίζω ότι καταφέραμε να δούμε το τέλος της ταινίας. Κι αν το είδαμε, θα ήταν γιατί φοβόμασταν ακόμα περισσότερο να κλείσουμε την τηλεόραση. Την Δευτέρα στο σχολείο, κουβεντιάζοντας με συμμαθητές για την ελληνική ταινία του Σάββατου (ελληνική ταινία και ποδόσφαιρο, τα αγαπημένα θέματα), συνειδητοποίησα έκπληκτος πως κανείς δεν είχε τρομάξει με τον Χρήστο Τσαγανέα. Ακόμα μου φαίνεται αδιανόητο.

Sunday, July 02, 2006



ΕΙΜΑΙ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ


Εξω μπουμπουνίζει, έχει βρέξει και η θερμοκρασία πρέπει να έπεσε δέκα βαθμούς μέσα σε μία ώρα. Σκοτάδι από τις 4. Είναι σαν φθινόπωρο. Καιρός για Εξώστη, το καλύτερο, για μένα, κομμάτι των Στέρεο Νόβα κι ένα από τα δέκα καλύτερά μου ever. Θα ήταν σίγουρα στα πέντε πιο καλοκαιρινά τραγούδια, για δύο λόγους: η αναφορά στον Θάνατο στη Βενετία (προφανώς σε κάποιο θερινό) και ο παφλασμός των κυμάτων στην εισαγωγή. Τι δίσκος κι αυτός ο πρώτος των ΣΝ! Το βουλώνω και σας αφιερώνω τους στίχους. Καλό καλοκαίρι σε όλους.

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου
Ν’ ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τραίνου,
Να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο,
Να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρυα απ’ τον θάνατο
Από έναν εξώστη μου έδειχνε μία άλλη ζωή
Τώρα αυτός είναι στο διάστημα και γω ακόμα στη γη.
Περπατώντας σ’ ένα επίπεδο προάστιο
σημαδεύω τους ανθρώπους μ’ένα κομμένο λάστιχο,
Και γω που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου,
Φτιάχνω τον κόσμο μ’ ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Κι απ’ τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
Κάθε καλοκαίρι το Θάνατο στη Βενετία
Κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
Κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε

Χιλιάδες εικόνες έρχονται σαν κύματα,
Αλλεπάληλα μου στέλνεις μηνύματα.
Συνθήματα στους τοίχους, στο κέντρο της πόλης
Οπου κοιτάξω η ζωή μου όλη μία μεγάλη απόδραση με τον Ητα-Βήτα
για μεγάλους κλέφτες σαν τον Κ.Βήτα
Στέκομαι εδώ χωρίς να ξέρω τι θέλω
Και είναι τόσο ωραία όλα αυτά που πιστεύω,
και γω που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου...
Φτιάχνω τον κόσμο μ’ ένα κομμάτι της ψυχής σου.
Κι απ’ τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία
Κάθε καλοκαίρι το Θάνατο στξη Βενετία
Κι αναρωτιέμαι πάλι οι προσευχές μου πού πάνε
Κι αν έχουν γίνει πουλιά προς τα πού πετάνε

Ταξίδεψε με όπου εσύ πιστεύεις
Είμαι τυφλός και μόνο εσύ το ξέρεις
Τα πιο όμορφα πράγματα χάνονται γρήγορα
Ανθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα ποιήματα
Πόσο παράξενα χτυπάει τώρα η καρδιά μου
Υπάρχει άδικο έξω απ’ τα όνειρα μου
Θυμάμαι τα μάτια σου να σχηματίζεται το άπειρο
Και γω που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου...

(φωτο by kikh)

VAMOS PORTUGAL!

ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΤΗ ΣΠΑΕΙ Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

Η χθεσινή πρόκριση της Πορτογαλίας στα ημιτελικά του Μουντιάλ και το εφιαλτικό ενδεχόμενο να φτάσει μέχρι και τον τελικό έβγαλε στην επιφάνεια το προσωπικό μου σύμπλεγμα με αυτήν την κατά τ’ άλλα χαμηλών τόνων χώρα της Ιβηρικής Χεροσνήσου.

Δεν ξέρω πως έγινε, κι ενώ υπάρχουν ένα σωρό αντιπαθητικές χώρες στον πλανήτη, εγώ διάλεξα την ακίνδυνη και καλόβολη Πορτογαλία. Ή μάλλον ξέρω.

Ηταν ένα ταξίδι τον Μάιο του 1993. Ημουν με Εράσμους στην Ιταλία και αποφάσισα να πάω να δω έναν καλό μου φίλο που έκανε κι αυτός Εράσμους στην Κοϊμπρα, μία φοιτητούπολη, δύο ώρες βόρεια της Λισαβώνας. Εφτασα με αδικαιολόγητο τουπέ, έτοιμος να το παίξω Βρετανός περιηγητής του 19ου αιώνα που επισκέπτεται τον εξαθλιωμένο Νότο (ξέρετε: λεπτό μουστακάκι, γυαλάκια, σηκωμένο φρύδι, σνομπ ύφος, σαν τον Ντάνιελ Ντει Λιούις στο Δωμάτιο με Θέα). Απαραίτητη παρένθεση: μιλάμε για το 1993, όταν η Πορτογαλία, αξιοποιώντας, όπως άλλωστε και η Ισπανία, τα κοινοτικά κονδύλια, έκανε ένα πρωτοφανές αναπτυξιακό «ράλι», υπερφαλαγγίζοντας την Ελλαδίτσα, που αν και παλιότερη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, βολόδερνε με κάτι πληθωρισμούς να με το συμπάθειο (20% και βάλε), αναιμικούς δείκτες ανάπτυξης, κλπ.

Δεν είχα χωνέψει καθόλου το γεγονόςότι οι Πορτογάλοι μας είχαν περάσει στο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) και ότι είμασταν επισήμως ο απόπατος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρέπει να προσθέσω πως είχα επηρεαστεί κάπως και από τις λίγο «φτωχικές»/ντεμοντέ εμφανίσεις των Πορτογάλων καλλιτεχνών στην Γιουροβίζιον. Αν αισθανόμουν προδομένος-εξευτελισμένος από κάποια αδιανόητα οπισθοδρομική-τουρκομπαρόκ συμμετοχή μας, ήλπιζα πως όλο και κάποια Πορτογαλία (ή Τουρκία) θα μας ξελάσπωνε. Είχα λοιπόν την κρυφή ελπίδα πως τα κοινοτικά χρήματα δεν κάνουν τον άνθρωπο, κι ότι εμείς, ως εκπρόσωποι του «παλιού χρήματος» (!!!), θα συνεχίζαμε να υπερέχουμε στους σαφώς πιο σημαντικούς δείκτες του στιλ και της ευζωίας.

Δυστυχώς διαψεύστηκα οικτρά. Η Ποτρογαλία, τότε τουλάχιστον, έδειχνε μία χώρα με φοβερή αυτοπεποίθηση, νέους αυτοκινητόδρομους, καινούργια τρένα, τεράστια εμπορικά κέντρα, σούπερ μοντέρνα clubs. Την ίδια εποχή, η Εθνική Αθηνών Λαμίας ήταν ένας δρόμος περίπου σαν την Μιχαλακοπούλου, άν όχι χειρότερος, και πανηγυρίζαμε γιατί το Ιντερσίτι έκανε για την Θεσσαλονίκη έξι ώρες. Οι αποκαρδιωτικές συγκρίσεις φώλιασαν μέσα μου το μίσος. Ενα βράδυ, μάλιστα, μια φαινομενικά φιλική κουβέντα ανάμεσα σε Ελληνες και Πορτογάλους συμφοιτητές κατέληξε σ’έναν άνευ προηγουμένου εθνικιστικό καυγά με εκατέρωθεν γελοία επιχειρήματα: οι Ελληνες υποστηρίζαμε πολύ σοβαρά ότι σ’εμάς οφείλονται σχεδόν τα πάντα και οι Πορτογάλοι μας την έβγαιναν με τους θαλασσοπόρους τους που ανακάλυψαν το Νέο Κόσμο, μπλα, μπλα. Ευτυχώς κανείς δεν διάβαζε οικονομικές σελίδες.

Εκτοτε, σκέφτηκα να ξαναπάω, γιατί κατά βάθος είμαι μία πολύ όμορφη χώρα με πολύ ωραίους ανθρώπους. Σοβαρολογώ. Κι επιπλέον τους ξαναπεράσαμε στο ΑΕΠ. Αρα, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα.

Saturday, July 01, 2006


H (ΑΓΝΩΣΤΗ, ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ, ΥΠΕΡΟΧΗ) ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ

Παρακινούμενος από το πολύ ωραίο σημείωμα του Μ.Ηulot για το «Διάφανο Δέρμα», σκέφτηκα να γράψω για ταινίες με τις οποίες κολλήσαμε μεν, πήγαν άπατες δε. Εννοώ: μας άρεσαν, τις είδαμε πέντε και έξι φορές, και παρ’ όλα αυτά ο περισσότερος κόσμος δεν τις πήρε χαμπάρι. Το ποστ αυτό έχει, φυσικά, και χρηστικό χαρακτήρα: μήπως ανακαλύψουμε, τώρα στα γεράματα, κάποιο διαμαντάκι που αγνοούμε όλο αυτόν τον καιρό. Οσοι πιστοί, προσέλθετε. Κάνω την αρχή, με τρεις δικές μου αγαπημένες ταινίες αυτής της κατηγορίας:

ELECTION. Η πρώτη ταινία του Αλεξάντερ Πέιν, που αργότερα γύρισε τα επίσης έξοχα «Αbout Schmidt» με τον Τζακ Νίκολσον (πρόπερσι) και το «Πλαγίως» (πέρυσι). Αν δεν κάνω λάθος, δεν πρέπει να βγήκε ποτέ στις αίθουσες, χωρίς να είμαι 100% σίγουρος. Κυκλοφορεί σε dvd μ’ έναν άθλιο τίτλο του τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» ή «Χτυποκάρδια στο Κολλέγιο». Δεν τον θυμάμαι ποτέ, οπότε καλό είναι, πηγαίνοντας να το ζητήσετε, να θυμάστε τον πρωτότυπο (Εlection) ή τα ονόματα των πρωταγωνιστών, της Ρις Γουίδερσπουν και του Μάθιου Μπρόντερικ. Στο γυμνάσιο μίας μικρής αμερικάνικης πόλης γίνονται μαθητικές εκλογές. Υποψήφιοι για τον τίτλο του Προέδρου του Μαθητικού Συμβουλίου είναι από τη μία η υπερφιλόδοξη, σούπερ σπασίκλας και αντιπαθητική Tρέισι Φλικ (Γουίδερσπουν) κι από την άλλη ο άγευστος, άοσμος, άχρωμος και χαβαλές Πολ που βάζει υποψηφιότητα περισσότερο για πλάκα κι αφού τον εναθαρρύνει ο Μπρόντερικ, ο υπεύθυνος για τις εκλογές καθηγητής του γυμνασίου που αντιπαθεί σφόδρα την Τρέισι και κάνει τα πάντα για να τις χάσει. Οχι τόσο η ιστορία, αλλά κυρίως, οι ερμηνείες και η μικρογραφία της αμερικάνικης ζωής που φτιάχνει τόσο ωραία ο Πέιτζ, κάνουν το Election μία σπουδαία ταινία με πολύ γέλιο.

2. ΣΤΗΡΙΞΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ. Του Κένεθ Λόνεργκαν. Βραβείο καλύτερης ταινίας και σεναρίου στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Λίγο πιο γνωστή από την προηγούμενη, την πρωτοείδα στο σινεμά, την έλιωσα στο dvd κι εδώ και κάποιο καιρό μόνιμη στο σπίτι λόγω πολύ καλής προσφοράς στο Μετρόπολις. Δραματική κομεντί, αν υπάρχει τέτοιος όρος στο σινεμά (τον είχα κάπου διαβάσει, πολύ καλός, ε;) γύρω από την σχέση δύο αδελφών, της Σάμι (Λόρα Λίνει) και του Τέρι (Μαρκ Ρούφαλο) που έμειναν ορφανοί σε μικρή ηλικία για να πάρουν στη συνέχεια διαφορετικούς δρόμους: η Σάμι παντρεύτηκε, έκανε ένα παίδί (καταπληκτικός ο πιτσιρικάς Τζόν Τένει), χώρισε και προσπάθησε να φτιάξει μία ήσυχη, συμβατική ζωή στην θανατερά ήσυχη κωμόπολη που μεγάλωσαν. Αντίθετα, ο Τέρι γυρνάει από δω κι από κει, μόνιμα άφραγκος, χωρίς να έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια του. Η ταινία είναι οι μέρες που περνάνε μαζί, όταν ο Τέρι την επισκέπτεται για λίγο, ύστερα από αρκετά χρόνια. Και γέλιο, και κλάμα, απ’όλα έχει ο μπαξές. Κι εδώ ο Μάθιου Μπρόντερικ σ’έναν πολύ καλό δεύτερο ρόλο. Αν δεν την έχετε δει, τρέξτε!

3. Η ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΕΜΕΝΑ. Της Ιζαμπέλ Κοϊξέ, παραγωγή του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Βαριά ταινία που παρά το θέμα της (μία νέα γυναίκα πεθαίνει από καρκίνο) έχει κάτι το πολύ φωτεινό. Η Σαρα Πόλει, λοιπόν, (η οποία ξαναπρωταγωνιστεί στη νέα ταινία της Κοϊξέ, η Μυστική ζωή των λέξεων, που προβλήθηκε για 2-3 εβδομάδες μέσα στον Ιούνιο) μαθαίνει ότι θα πεθαίνει πολύ σύντομα και αποφασίζει να μην πει τίποτα σε κανέναν: ούτε στον άντρα της, ούτε φυσικά στα δύο της κοριτσάκια, κοντά στα 5. Παίρνει μολύβι και χαρτί και γράφει δέκα πράγματα που θα ήθελε να κάνει μέχρι να πεθάνει. Πχ. Να κάνει έρωτα μ’ έναν άλλο άντρα, να αλλάξει χτένισμα στα μαλλιά της, να ηχογραφήσει κασέτες μεευχές για τα γενέθλια των παιδιών της, να βρει μία νέα γυναίκα για τον άντρα της, κλπ. Καθόλου μελό, μόνο η σιωπηλή οδύνη για το τέλος που έρχεται και τη ζωή που αφήνουμε να περνάει έτσι, και μερικές αριστουργηματικές σκηνές, όπως αυτή του αποχαιρετισμού ανάμεσα στην Πόλει και τον καινούργιο της εραστή (Μαρκ Ρούφαλο, ξανά!). Δεν είναι για ντάλα καλοκαίρι αλλά αν θέλετε ωραία ψυχοπλάκωση με νόημα, θα με θυμηθείτε.